- πλατύτερος
- πλατύςwidemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πλατυτέρα — η, Ν εκκλ. ονομασία εικόνας τής Παναγίας που εικονογραφείται στο εσωτερικό τής κόγχης τού Αγίου Βήματος τών ναών, γιατί η Θεοτόκος με τη γέννηση τού Χριστού, ένωσε τον ουρανό με τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. τού συγκρ.… … Dictionary of Greek
παλαιογεωγραφία — Κλάδος της γεωλογίας, που ερμηνεύει και συσχετίζει τα δεδομένα των στρωματογραφικών, τεκτονικών και παλαιοντολογικών παρατηρήσεων, με σκοπό να αναπαραστήσει τη διαμόρφωση των ξηρών, όπως αναδύθηκαν κατά τους περασμένους γεωλογικούς χρόνους. Οι… … Dictionary of Greek
πλατύνω — ΝΜΑ, πλαταίνω Ν [πλατύς] καθιστώ κάτι πλατύ ή πλατύτερο το επεκτείνω κατά πλάτος, φαρδαίνω (α. «πλαταίνουν τον δρόμο» β. «πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν», ΚΔ) νεοελλ. 1. (αμτβ.) γίνομαι πλατύς ή πλατύτερος απ ὁ,τι ήμουν, ευρύνομαι,… … Dictionary of Greek
Αλντάν — Ποταμός (2.250 χλμ.) της Ρωσίας, που διασχίζει την αυτόνομη Δημοκρατία της Γιακουτίας (ΝΑ Σιβηρία), δεξιός παραπόταμος του Λένα. Πηγάζει από τις δυτικές πλαγιές των ορέων Στανοβόι και ρέει στα ΒΑ και στα Α κατά μήκος του οροπεδίου Αλντάν. Περνά… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek